επισύνθεσις

επισύνθεσις
ἐπισύνθεσις, ἡ (Α)
1. σύνδεση, συναρμογή
2. σύνθεση στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισύνθεσις — addition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισυνθέσει — ἐπισύνθεσις addition fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπισυνθέσεϊ , ἐπισύνθεσις addition fem dat sg (epic) ἐπισύνθεσις addition fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισυνθέσεις — ἐπισύνθεσις addition fem nom/voc pl (attic epic) ἐπισύνθεσις addition fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισύνθεσιν — ἐπισύνθεσις addition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγεθοποιώ — μεγεθοποιῶ, έω (Α) [μεγεθοποιός] 1. κάνω κάτι μεγάλο, αυξάνω, μεγαλώνω 2. (για τον λόγο) προσδίδω ύψος, μεγαλείο, επιβλητικότητα («ἐν δὲ τοῑς μάλιστα μεγεθοποιεῑ τὰ λεγόμενα, καθάπερ τὰ σώματα, ἡ τῶν μελῶν ἐπισύνθεσις», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπισυνθέσεων — ἐπισυνθέσεω̆ν , ἐπισύνθεσις addition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισυνθέσεως — ἐπισυνθέσεω̆ς , ἐπισύνθεσις addition fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”